- μιλιμόλ
- τομετρολ. μονάδα μάζας η οποία χρησιμοποιείται κυρίως στη χημεία, έχει σύμβολο mmol και ισούται προς το ένα χιλιοστό τού μολ.[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. μιλι-].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μιλλιμόλ — το βλ. μιλιμόλ … Dictionary of Greek